раскрашивать - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

раскрашивать - translation to Αγγλικά


раскрашивать      
раскрасить
v.
color
bepaint      

[bi'peint]

глагол

устаревшее выражение

красить

окрашивать

раскрашивать

покраснеть

зардеться

bespeckle      

[bi'spek(ə)l]

глагол

общая лексика

делать пёстрым

раскрашивать в разные цвета

Ορισμός

раскрашивать
несов. перех.
1) Расписывать красками (обычно разноцветными).
2) перен. разг. Излишне, грубо гримировать.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για раскрашивать
1. Стеклянные украшения начали делать более тонкими, раскрашивать.
2. Алик любит раскрашивать цветными карандашами и красками.
3. Раскрашивать лавочки будут исключительно на булгаковские темы.
4. Их даже раскрашивать не надо, дети и так их признают.
5. Покатавшись, Тима снова садится за стол - раскрашивать жирафа.
Μετάφραση του &#39раскрашивать&#39 σε Αγγλικά